- μισοινία
- μισοινία, ἡ (Α) [μίσοινος]αποστροφή προς το κρασί, προς την οινοποσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοινίαν — μισοινίᾱν , μισοινία hatred of wine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)